λυσσομανώ

λυσσομανώ
(α) αμετ.
1) бесноваться, разъяряться; 2) бушевать, быть сильным, свирепствовать;

λυσσομανά η κακοκαιρία — бушует непогода;

3) перен. быть охваченным безумной страстью, неудержимым желанием

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λυσσομανώ" в других словарях:

  • λυσσομανώ — άω (Α λυσσομανώ, έω) [λυσσομανής] είμαι λυσσομανής, μαίνομαι από λύσσα νεοελλ. 1. εκδηλώνομαι με σφοδρότητα («λυσσομανούσε ο βοριάς») 2. επιζητώ κάτι με σφοδρότητα («αυτός, παιδί μου, λυσσομανάει για γυναίκα») …   Dictionary of Greek

  • λυσσομανώ — λυσσομάνησα, με πιάνει μανία: Ο βοριάς λυσσομανούσε όλη τη νύχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… …   Dictionary of Greek

  • λυσσομάνημα — το [λυσσομανώ] προσβολή από τη νόσο λύσσα ή από μανιώδη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • λυσσομαχώ — άω (Μ λυσσομαχῶ, έω) νεοελλ. λυσσομανώ μσν. μάχομαι με λύσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ολομανώ — ὁλομανῶ, έω (Α) λυσσομανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. κακο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • λυσσομανάω — (σπάν. λυσσομανώ, παρατατ. ούσα) βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»